-
1 ὥρα
ὥρα or [full] ὤρα (B), only in [dialect] Ion. form [full] ὥρη, or [full] ὤρη, some part of a sacrificial victim,Aλάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2
(Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)------------------------------------ὥρα (C), [dialect] Ion. [full] ὥρη, ἡ: [dialect] Ep. gen. pl. ὡράων, [dialect] Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.),νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4
, cf. E.Alc. 449(lyr.), Pl.R. 527d;τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240
([place name] Samothrace): but specially,I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons, , 19.152;ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295
, 14.294;ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469
, cf. Hes. Th. 58;Διὸς ὧραι Od.24.344
, cf. Pi.O.4.2; , cf. 1.32;δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4
; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77;περιτελλομέναις ὥραις S.OT 156
(lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av. 696 (anap.);ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg. 906c
, cf. Smp. 188a, etc.;τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47
; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt. 344d;ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39
; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA 786a31;οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol. 1335a37
.—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:a spring,ἔαρος.. ὥρη Il.6.148
;ὥρη εἰαρινή 2.471
, 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and [dialect] Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu. 1008 (anap.), E.Cyc. 508 (lyr.); ; (lyr.); v. infr. 2.c winter,χείματος ὥρη Hes.Op. 450
;ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485
, Hes.Op. 494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137;χιονοβόλος Plu.2.182e
.—A. also names three seasons, Pr. 454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68,χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av. 709
(anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr. 943 (hex.): later, seven seasons are named,ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17
.2 esp. prime of the year, springtime,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
, cf. Il.2.468;παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν Th.4.6
.b in historians, the campaigning season,τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13
; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg. 952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.3 the year generally,τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12
; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep. 346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also hereafter,E.
IA 122 (lyr.);ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu. 562
(lyr.);ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th. 950
(anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; alsoὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25
; cf. ὥρασιν.4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons);τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106
; cf. Pl.Criti. 111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.II time of day,νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67
, 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.;πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1
: without ἡμέρας orνυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg. 784a
;τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22
; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26;τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84
;ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb. 793 xi 12
(ii B. C.); it being late,Plb.
5.8.3;ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35
; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.b duration, interval or lapse of time,μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69
; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.)ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3
(Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.2 the νυχθήμερον was prob. first divided into twenty-four hours by Hipparch., ἐν πόσαις ὥραις ἰσημεριναῖς (equinoctial hours) , cf. Ptol.Alm.3.9, 4.9, al.b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι ( ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c),ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182
;οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9
;ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782
(Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art.,ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3
(ii A. D.),τρίτης ὥρας Plu.Rom.12
; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5;χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52
, cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ ¯ - to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.cτὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109
; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox.,ἥμισυ ζῳδίου.., ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11
, cf. 16.2; cf.δωδεκάωρος 11
.III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf.ὡρονόμος 11
,ὡροσκόπος 11
), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in [dialect] Att.), freq. in Hom. (v. infr.);ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34
;ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2
; but with Art.,τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6
: freq. in later writers,τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3
, etc.2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10;ὥρη δόρποιο Od.14.407
;περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81
, X.HG1.1.13;πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126
;ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61
;γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32
; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op. 460, 575;μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3
(Oropus, iv B. C.);καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034
(anap.);ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA 509b20
; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing,ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330
, cf. 373; so also in Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 1584, Heracl. 288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt. 361e, 362a; soδοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11
, cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf., , cf. S.OT 466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht. 145b: in these phrases the inf. [tense] pres. is almost universal; the [tense] aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj. 245 (lyr.), Ar.Ach. 393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the [tense] pf. inὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d
: sts. the inf. must be supplied,οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394
, cf. E.El. 112 (lyr.), Ar.Ec. 877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.4 in various adverb. usages, at the right time,Hdt.
2.2, 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc. 401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1;[ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417
; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour.., A.Eu. 109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V. 242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra. 382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for.., POxy.41.29 (iii/iv A. D.));οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3)
No.406, cf.ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12
, Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp.παρ' ὥρην AP7.534
(Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16
;πρὸ ὥρας Luc.Luct.13
;πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26
(Epid., i A. D.);πρὶν ὥρας Pi.P.4.43
(cf.πρίν A. 11.4
).II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1;ὥραν ἐχούσας A.Supp. 997
, cf. Th.13, 535;παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
(anap.);πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R. 474d
; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d;ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R. 474e
;ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men. 76b
; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr. 234a;ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R. 475a
;τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58
; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e;ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN 1174b33
, cf. 1157a8.2 freq. involving an idea of beauty,φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av. 1724
(lyr.);ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54
;κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134
, cf. ib.158;καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104
, cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg. 837b; quaestum corpore facere,Plu.
Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21;τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344
S.:—then,b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.;γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3
, cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general,χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d
.III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year,ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1
.C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib. 433;Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2
; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901;Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17
, cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap. 194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr. 1044 (i B. C.). -
2 περίειμι
II to be superior to another, surpass, excel, c.gen.pers., , cf. Emp.113, Hdt.3.146, X.Mem.3.7.7: c. acc. rei,περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Il.13.631
;περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.18.248
, cf. 19.326, etc.; , cf. Od.1.66: later c. dat. rei, σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων π. Pl.Prt. 342b, cf. Smp. 222e;τῇ ἐπιμελείᾳ π. τῶν φίλων X.An.1.9.24
: without gen. pers., to be superior, ναυσὶ πολὺ π. Th.6.22 ;πολλὸν π. πλήθεϊ Hdt.9.31
, cf. X. An.1.8.13 : abs., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hope of success, Th.1.144, cf. Men.Sam. 134; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι at an advantage, Th.8.46.III to be spared, τινι Hdt.3.119: abs., survive, Id.1.11, 120, al., Hp.Prog.20 ; τῇ σεωυτοῦ μοίρῃ περίεις by your own destiny, Hdt.1.121 ; τὴν Ἑλλάδα π. ἐλευθέρην shall remain free, Id.7.139, cf. D.21.222, etc. ; of things, to be extant, still in existence, Hdt.1.92, etc.2 to be over and above, remain, freq. in part.,τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Th.2.79
; esp. of property, money, etc.,ἡ περιοῦσα παρασκευή Id.1.89
;π. τινὶ εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.R. 416e
; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, D.18.227 ; τὰ περιόντα τοῦ κλήρου the surplus, balance, Pl.Lg. 923d, cf. Lys.21.16, Is.5.41; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως the money remaining after paying the expenses, D.59.4, cf. IG12.91.31, PRev.Laws 16.16 (iii B.C.), etc. ; ἃ δὲ νῦν περιόντ' αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει but the superfluous wealth which now incites him.., D.21.211.b metaph., ἐκ τοῦ περιεῦντος γενέσθαι to be a luxury, Democr.144 ; ἐκ τοῦ π. in one's leisure, D.Ep.3.36; as a work of supererogation, Phld.Mus.p.108K.;τοῖς ἐκ τοῦ π. εἰς εὐπρέπειαν ἠσκημένοις Luc.Am.33
; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have such an excess of hatred against me, Ps.Philipp. ap. D.12.7 ; τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (sc. τῆς ὕβρεως) D.21.17, cf. Philostr.VA3.46, Ael.NA5.34, Aristid.Or.22(19).6, al.; τοσοῦτον περίεστιν (sc. τῆς ὕβρεως (, ὥστε τοὺς ἠδικημένους πρὸς συκοφαντοῦσιν D.55.29
.3 to be left over and above, to be the net result, ὑμῖν περίεστιν ἐκ τούτων the net result to you of all this is.., Id.13.20 ; ἐνίοις.. τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι.. περίεστιν to some the net result is that they spend nothing, Id.21.155 ;ὥστε μηδὲν ἄλλ' ἢ τὰς αἰσχύνας αὐτῷ περιεῖναι Aeschin.1.154
; ψηφίσμαθ' ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ' οὐδ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ' ἔσται you will have plenty of decrees, but.., D. Prooem.21.3 : c. inf., ; cf. περιγίγνομαι.------------------------------------A ibo). [In Com. the ι in περί is sts. elided in the part., περιών, περιόντες, Pherecr.186, Phryn.Com.3.4, Pl.Com.193, Antiph.279, and the part. is so written in Pap. of Arist.Ath.53.1, Hyp.Dem.Fr.4, Lyc.2, also in all or some codd. of Th.1.30, al., X.HG 3.2.25, D.4.10, 48, al.]: go round, fetch a compass, Hdt.2.138, etc. ; π. κατὰ νώτου τισί get round and take them in rear, Th.4.36; π. κατὰ τὰς κώμας go round to every village, Pl.Min. 320c ;π. κατ' ἀγρούς Lys.31.18
.b go about, Hp.Fract.15, Gland.12 ; , cf. 48,6.14, 18.158, etc. ; κατὰ τὴν ἀγορὰν π. Phryn.Com. l. c.2 c. acc. loci, go round, compass,π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.1.159
; π. φυλακάς go round the guards, visit them, Id.5.33 ; ;ἐν κύκλῳ περιῄει πάντα Id.Pl. 709
;ὁ ἥλιος κύκλῳ π. τὴν σελήνην Pl.Cra. 409b
, cf. La. 183b ;τὴν Ἑλλάδα περιῄει X.An.7.1.33
; αἰ μὴ περιιεῖεν [τὰν ἱερὰν γᾶν] IG22.1126.18(Amphict. Delph.); of sounds,αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.Ra. 154
.II come round to one, esp. in one's turn or by inheritance, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι ἔς τινα, Hdt.1.120, 2.120.2 of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, ib. 121.α', 4.155 ; ; περι (ι) όντι τῷ θέρει, τῷ ἐνιαυτῷ, Th.1.30, X.HG 3.2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίειμι
-
3 περιειμι
I[εἰμί] (inf. περιεῖναι, impf. περιῆν, fut. περιέσομαι)1) находиться вокруг, окружатьχωρίον, ᾦ κύκλῳ τειχίον περιῆν Thuc. — место, обнесенное вокруг оградой
2) иметь преимущество, превосходитьπερὴ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Hom. — разумом превосходить других;
σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. — превосходить мудростью (всех) греков;ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. — сражаться, имея (на своей стороне) преимущество;ἐκ τοῦ περιόντος Dem. — из чувства превосходства, из гордости (ср. 4)3) уцелевать, оставаться невредимым или в живыхαἱρέεται περιεῖναι Her. — (Гигес) предпочел остаться в живых;
ἑλόμενοι τέν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. — решив, что Эллада должна сохраниться свободной;τῇ ἑωυτοῦ μοίρῃ π. Her. — пережить свою судьбу, т.е. спастись от смерти;οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὴ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. — большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели;τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. — уцелевшая часть, остатки;ἥ περιοῦσα κατασκευή Thuc. — уцелевшая часть имущества4) оставаться, быть в избыткеτὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. — денежный остаток за вычетом расходов;
ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. — от избытка (и) для украшения (ср. 2)5) оказываться в результатеπερίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. — получилось то, что мы друг с другом ссоримся
II[εἶμι] (inf. περιϊέναι, impf. περιῄειν, fut. περίειμι)1) обходить(τὸν νηὸν κύκλῳ Her.; τέν Ἑλλάδα Xen.)
π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ΄ ἀγρούς Lys. — ходить по деревням;κύκλῳ π. τέν σελήνην Plat. — двигаться вокруг луны;π. κατὰ νώτου τινί Thuc. — заходить в тыл кому-л.2) ( о времени) проходить, протекатьὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. — круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время ( благодаря високосным месяцам и дням);
χρόνου περιϊόντος Her. — по прошествии (некоторого) времени;περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. — с наступлением лета3) переходить по наследству, доставаться(ἥ ἀρχέ περίεισι ἔς τινα Her.)
-
4 παρα-γίγνομαι
παρα-γίγνομαι, später - γίνομαι (s. γίγνομαι), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρϑαὶ τοῖσι ϑανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰςΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς ταὐτό, 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.
См. также в других словарях:
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek